χοήρης

χοήρης
-ῆρες, Α
αυτός που ήταν σε χρήση κατά την εορτή τών χοών η οποία γινόταν στην Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) + κατάλ. -ήρης* (Ι), πρβλ. φρεν-ήρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χοῆρες — χοήρης fitted for the Pitcher feast masc/fem voc sg χοήρης fitted for the Pitcher feast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”